- επιφατνίδιος
- ος и ία , ον, επιφάτνιος, ος , ον прикреплённый к кормушке, яслям
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιφατνίδιος — α, ο (Α ἐπιφατνίδιος, ία, ιον και ος, ον) αυτός που βρίσκεται μέσα ή κοντά στη φάτνη («τῆς ἐπιφατνιδίας φορβειᾱς», Ξεν.).. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *φατνίδιος (< φάτνη), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθετο επίθετο] … Dictionary of Greek
ἐπιφατνιδίοις — ἐπιφατνίδιος at the manger masc/neut dat pl ἐπιφατνίδιος at the manger masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφατνίδια — ἐπιφατνίδιος at the manger neut nom/voc/acc pl ἐπιφατνίδιος at the manger neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιφατνιδίας — ἐπιφατνιδίᾱς , ἐπιφατνίδιος at the manger fem acc pl ἐπιφατνιδίᾱς , ἐπιφατνίδιος at the manger fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιφάτνιος — ο (AM ἐπιφάτνιος, ον) νεοελλ. επιφατνίδιος αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιφάτνιος ὁ ἑωσφόρος ἀστήρ». [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάτνη] … Dictionary of Greek